σπουδαστῶν

σπουδαστῶν
σπουδαστής
one who wishes well to another
masc gen pl
σπουδαστός
that deserves to be sought
fem gen pl
σπουδαστός
that deserves to be sought
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Communist Youth of Greece — KNE redirects here. For other uses, see KNE (disambiguation). Communist Party of Greece Politics of Greece Communist Youth European United Left History of the Party EAM–ELAS Democratic Army of Greece United Democratic Left United Left Synaspismos …   Wikipedia

  • 4th of August Party — The 4th of August Party (Greek: Κόμμα 4ης Αυγούστου, Komma 4is Avgoustou ; acronym: Κ4Α) was a radical Greek nationalist political party, founded in July 1965 by a group of young nationalists and led by Konstantinos Plevris. It was named after… …   Wikipedia

  • Kommunistische Jugend Griechenlands — Die Kommunistische Jugend Griechenlands, (Κομμουνιστική Νεολαία Ελλαδας, KNE) ist der Jugendverband der Kommunistischen Partei Griechenlands (kurz: KKE). Die KNE publiziert die Monatszeitschrift Odigitis (Greek: Οδηγητής, Anleitung ) und… …   Deutsch Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • βαθμολογία — η 1. απονομή βαθμού για την αξιολόγηση της επίδοσης εξεταζομένων 2. ο βαθμός που δίνεται κατά την εξέταση (κυρίως μαθητών και σπουδαστών) 3. καθορισμός ορισμένων αξιών με βαθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + λογία < λογος < λέγω. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”